καταβαλλόμενων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
καταβαλλόμενων και καταβαλλομένων
- γενική πληθυντικού του καταβαλλόμενος
- γενική πληθυντικού του καταβαλλόμενη και καταβαλλομένη
- γενική πληθυντικού του καταβαλλόμενο