καταλάβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καταλάβω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταλαβαίνω
  2. θα καταλάβω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταλαβαίνω

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καταλάβω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταλαμβάνω
  2. θα καταλάβω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταλαμβάνω