καταξοδεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταξοδεύω < κατα- (τελείως) + ξοδεύω

καταξοδεύω

  • βάζω κάποιον σε πολύ μεγάλα έξοδα
τον καταξόδεψες τον πατέρα σου με τόσα λούσα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]