καταξοδεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]καταξοδεύω
- βάζω κάποιον σε πολύ μεγάλα έξοδα
- τον καταξόδεψες τον πατέρα σου με τόσα λούσα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταξοδεύω
|