καταρρακτωδώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταρρακτωδώς < καταρρακτώδης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ta.ɾa.ktoˈðos/
Επίρρημα
[επεξεργασία]καταρρακτωδώς
- με την ορμή με την οποία πέφτει ένας καταρράκτης, με μεγάλη ένταση
- βρέχει καταρρακτωδώς