καταφύγετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καταφύγετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταφεύγω
- θα καταφύγετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταφεύγω
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος καταφεύγω