καταχωννύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταχωννύω < κατά + χωννύω < χόω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰew- (χύνω)
Ρήμα[επεξεργασία]
καταχωννύω
καταχωννύω