καταψηφίσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
καταψηφίσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του καταψήφιση
- εναλλακτικά: καταψήφισης
καταψηφίσεως θηλυκό