κατοπτεύσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κατοπτεύσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του κατόπτευση
- εναλλακτικά: κατόπτευσης
κατοπτεύσεως θηλυκό