κατοχύρωσις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατοχύρωσις < κατοχυρώ(νω) (< ελληνιστική κοινή κατοχυρόω) + -σις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: κατοχύρωση [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατοχύρωσις θηλυκό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «κατοχυρώνω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- κατοχύρωσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)