καφέ-ω-λαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καφέ-ω-λαι < (άμεσο δάνειο) γαλλική café au lait (καφές με γάλα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καφέ-ω-λαι ουδέτερο άκλιτο
- καφές με γάλα, συνήθως καφές φίλτρου
- ※ Γράφει τώρα κι αυτή τα «ιερά κείμενά» της – κολυμβητές της μιάς σταγόνoς , με τις μικρές προσωπικές υποπεριπτωσούλες τους – και πίνει «καφέ - ω - λαι» σε στάση λελεκιού κάθε μεσημέρι , στα μπαρ ή στα πατάρια (Ρένος, Κριτική του μεταπολέμου, 1962, σελ. 20)
- (χρώμα) ανοικτό καφέ χρώμα, όμοιο με αυτό του καφέ με γάλα
- ※ τα βολάν, οι νταντέλλες, οι φαρδιές κορδέλλες, «ζωντανά λουλούδια και καθώς λένε, και οι μονόχρωμες ζακέττες μπλε μαρέν, γκρί, καφέ - ω - λαι, μαρρόν, των κυρίων με τα άσπρα γάντια και τα παρδαλά γιλέκα (Θανάσης Πετσαλή-Διομήδης, Ελληνικός Όρθρος:το χρονικό του μεγάλου σηκωμού τόμος 2, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Ι.Δ. Κολλάρου, 1997, σελ. 1015)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καφέ-ω-λαι
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Καφέδες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Χρώματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)