κεζάπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεζάπι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kezzap (< teezab) < περσική تیزاب (têzâb) < περσική تیز (têz) + آب (âb)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεζάπι ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεζάπι
|