آب

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: أب

Αραβικά (ar)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

آب (ar) (āb)



Οθωμανικά τουρκικά (ota)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

آب < (άμεσο δάνειο) περσική آب

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

آب (âb)

  1. το νερό
  2. ο χυμός
  3. η λάμψη
  4. η τιμή, η υπόληψη
  5. η επαναφορά του χάλυβα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Χλωρός, Ιωάννης (1899). Λεξικόν τουρκο-ελληνικόν, Τόμος Α. Κωνσταντινούπολη: Πατριαρχικό Τυπογραφείο. 
  • σελ. 3 - Redhouse, James W. (1890) A Turkish and English Lexicon. (Τουρκικό [οθωμανικό] και αγγλικό λεξικό) Κωνσταντινούπολη: A. H. Boyajian. (ανατύπωση).



Ούρντου (ur)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

آب (ur) (āb)



Περσικά (fa)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɒːb/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

آب (fa)