κηλίδωσε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]κηλίδωσε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος κηλιδώνω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος κηλιδώνω
κηλίδωσε