κινεζικών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κινεζικών
- γενική πληθυντικού του κινεζικός
- γενική πληθυντικού του κινεζική
- γενική πληθυντικού του κινεζικό