κινητοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κινητοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος κινητοποιώ

κινητοποιούμαι

  • αναλαμβάνω δράση σε έναν συγκεκριμένο τομέα ή και σε πολλούς (συχνά για διεκδικήσεις ομαδικές)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]