κινητοποιούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κινητοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος κινητοποιώ
Ρήμα
[επεξεργασία]κινητοποιούμαι
- αναλαμβάνω δράση σε έναν συγκεκριμένο τομέα ή και σε πολλούς (συχνά για διεκδικήσεις ομαδικές)
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κινητοποιούμαι | κινητοποιούμουν | θα κινητοποιούμαι | να κινητοποιούμαι | ||
β' ενικ. | κινητοποιείσαι | κινητοποιούσουν | θα κινητοποιείσαι | να κινητοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | κινητοποιείται | κινητοποιούνταν | θα κινητοποιείται | να κινητοποιείται | ||
α' πληθ. | κινητοποιούμαστε | κινητοποιούμασταν κινητοποιούμαστε |
θα κινητοποιούμαστε | να κινητοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | κινητοποιείστε | κινητοποιούσασταν κινητοποιούσαστε |
θα κινητοποιείστε | να κινητοποιείστε | κινητοποιείστε | |
γ' πληθ. | κινητοποιούνται | κινητοποιούνταν | θα κινητοποιούνται | να κινητοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κινητοποιήθηκα | θα κινητοποιηθώ | να κινητοποιηθώ | κινητοποιηθεί | ||
β' ενικ. | κινητοποιήθηκες | θα κινητοποιηθείς | να κινητοποιηθείς | κινητοποιήσου | ||
γ' ενικ. | κινητοποιήθηκε | θα κινητοποιηθεί | να κινητοποιηθεί | |||
α' πληθ. | κινητοποιηθήκαμε | θα κινητοποιηθούμε | να κινητοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | κινητοποιηθήκατε | θα κινητοποιηθείτε | να κινητοποιηθείτε | κινητοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | κινητοποιήθηκαν κινητοποιηθήκαν(ε) |
θα κινητοποιηθούν(ε) | να κινητοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κινητοποιηθεί | είχα κινητοποιηθεί | θα έχω κινητοποιηθεί | να έχω κινητοποιηθεί | κινητοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις κινητοποιηθεί | είχες κινητοποιηθεί | θα έχεις κινητοποιηθεί | να έχεις κινητοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κινητοποιηθεί | είχε κινητοποιηθεί | θα έχει κινητοποιηθεί | να έχει κινητοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κινητοποιηθεί | είχαμε κινητοποιηθεί | θα έχουμε κινητοποιηθεί | να έχουμε κινητοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κινητοποιηθεί | είχατε κινητοποιηθεί | θα έχετε κινητοποιηθεί | να έχετε κινητοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κινητοποιηθεί | είχαν κινητοποιηθεί | θα έχουν κινητοποιηθεί | να έχουν κινητοποιηθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κινητοποιούμαι
|