κινύρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κινύρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κινύρα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • έγχορδο μουσικό όργανο των αρχαίων Εβραίων που παίζονταν με ή χωρίς πλήκτρο
    Καὶ ἐλάμβανε Δαυὶδ τὴν κινύραν καὶ ἔψαλλεν ἐν χειρὶ αὐτοῦ. (Παλαιά Διαθήκη, Βασιλειῶν Α΄, 16.23)
    Ἡ μὲν κινύρα δέκα χορδαῖς ἐξημμένη τύπτεται πλήκτρῳ. (Ιώσηπος Φλάβιος, Ἱουδαϊκὴ ἀρχαιολογία, 7.12.3)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]