κινυρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κινυρός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
κινυρός, -ά, -όν
- γοερός, λυπητερός, θρηνώδης, παραπονιάρικος
- ※ 3oς αιώνας πκε ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.605, @scaife.perseus
- μύρονται κινυρὸν μέλεαι γόον·
- ※ 3oς αιώνας πκε ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.605, @scaife.perseus
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- κινυρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κινυρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.