κιούσηδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιούσηδες < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιούσηδες ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οικοδόμοι, επαγγελματική ομάδα, εσνάφι, σινάφι στην εποχή της Τουρκοκρατίας
- Μετά την επανάσταση του 1821 μετοίκησαν αρκετές οικογένειες Ηπειρωτών, που εργάζονταν ως κιούσηδες (οικοδόμοι, κτίστες) στα χωριά της περιοχής (Δήμος Κύμης-Αλιβερίου, Βρύση)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κιούσηδες
|