κλυδωνίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλυδωνίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
κλυδωνίζω συνήθως στην παθητική φωνή: κλυδωνίζομαι
- ταρακουνάω
- ↪ η τρικυμία της ανεργίας που κλυδωνίζει τη χώρα (Σώματα Κειμένων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας)
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλυδωνίζω