κοινολογήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κοινολογήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του κοινολόγηση
- εναλλακτικά: κοινολόγησης
κοινολογήσεως θηλυκό