κοινωνικοποίησις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινωνικοποίησις → δείτε τη λέξη κοινωνικοποίηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοινωνικοποίησις, -εως θηλυκό
- (νεότερη καθαρεύουσα) κοινωνικοποίηση