κοντοζυγώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοντοζυγώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
κοντοζυγώνω
- πλησιάζω σε κάποιο τόπο ή χρονικό σημείο
κοντοζυγώνω