κοντοσταθείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κοντοσταθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κοντοστέκομαι
- θα κοντοσταθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κοντοστέκομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος κοντοστέκομαι