κορνφλάουρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κορνφλάουρ < (άμεσο δάνειο) αγγλική cornflour
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κορνφλάουρ ουδέτερο άκλιτο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κορνφλάουρ