κορούνδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κορούνδιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κορούνδιο ουδέτερο
- (ορυκτολογία, χημεία) ορυκτό οξείδιο του αργιλίου με χημικό τύπο Al2O3
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κορούνδιο στη Βικιπαίδεια