κουάκερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουάκερ < αγγλική Quaker, ως εμπορική ονομασία ενός προϊόντος (μετωνυμία)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουάκερ ουδέτερο άκλιτο

  1. νιφάδες βρόμης
  2. θρησκευτικό κίνημα των Κουακέρων, μέλος της "Κοινωνίας των Φίλων"

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]