βρόμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βρόμη | ||
γενική | της | βρόμης | ||
αιτιατική | τη | βρόμη | ||
κλητική | βρόμη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βρόμη < αρχαία ελληνική ο βρόμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βρόμη θηλυκό και βρώμη
- (φυτό, φαγητά) η ετυμολογικά ορθή γραφή της λέξης βρώμη (που είναι η καθιερωμένη / πιο συνηθισμένη γραφή)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βρόμη
→ δείτε τη λέξη βρώμη |