κουτιαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουτιαίνω < κουτός + -ιαίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

κουτιαίνω

  1. (μεταβατικό) αποβλακώνω
  2. (αμετάβατο) αποβλακώνομαι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]