κρατώντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]κρατώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κρατάω / κρατώ
- ⮡ Οδηγούσε κρατώντας το κινητό για να τηλεφωνήσει...
- ⮡ Δεν θα λύσεις το πρόβλημα κρατώντας το μέσα σου.