κριθαρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κριθαρίζω < κριθάρι

κριθαρίζω

το καθάρισμα του κριθαριού, η αποφλοίωσή του και το άλεσμά του

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]