κυανοπώγων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυανοπώγων αρσενικό
- κάποιος με κυανή γενειάδα
- μυθικός ήρωας των Γάλλων που είχε τη μανία να φονεύει τις συζύγους του
- συζυγοκτόνος (άνδρας που σκοτώνει γυναίκα)· χαρακτηρισμός ενός ατόμου που φονεύει τις συζύγους του