κυανοπώγων
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυανοπώγων αρσενικό
- κάποιος με κυανή γενειάδα
- μυθικός ήρωας των Γάλλων που είχε τη μανία να φονεύει τις συζύγους του
- συζυγοκτόνος (άνδρας που σκοτώνει γυναίκα)· χαρακτηρισμός ενός ατόμου που φονεύει τις συζύγους του