κωκύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κωκύω < λείπει η ετυμολογία

κωκύω

  1. κραυγάζω, οδύρομαι, θρηνώ
  2. θρηνώ πάνω σε νεκρό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]