κωκύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κωκύω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

κωκύω

  1. κραυγάζω, οδύρομαι, θρηνώ
  2. θρηνώ πάνω σε νεκρό

Σύνθετα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]