κωκυτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κωκυτός

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κωκυτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κωκυτός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κωκυτός, -οῦ αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κωκυτός οἱ κωκυτοί
      γενική τοῦ κωκυτοῦ τῶν κωκυτῶν
      δοτική τῷ κωκυτ τοῖς κωκυτοῖς
    αιτιατική τὸν κωκυτόν τοὺς κωκυτούς
     κλητική ! κωκυτέ κωκυτοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κωκυτώ
γεν-δοτ τοῖν  κωκυτοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κωκυτός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κωκυτός, -οῦ αρσενικό

  1. θρήνος, κραυγή
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 409 (408-409)
    ᾤμωξεν δ᾽ ἐλεεινὰ πατὴρ φίλος, ἀμφὶ δὲ λαοὶ | κωκυτῷ τ᾽ εἴχοντο καὶ οἰμωγῇ κατὰ ἄστυ.
    μ᾽ αυτήν και ο γέρος έκλαιε, και ολόγυρα εις την πόλιν | όλος οδύρετ᾽, ο λαός, φρικτά θρηνολογούσε.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 447 (447-448)
    κωκυτοῦ δ᾽ ἤκουσε καὶ οἰμωγῆς ἀπὸ πύργου· | τῆς δ᾽ ἐλελίχθη γυῖα, χαμαὶ δέ οἱ ἔκπεσε κερκίς·
    και ως άκουσε ξεφωνητά και κλάματ᾽ απ᾽ τον πύργον, | εσείσθηκαν τα μέλη της, της έπεσε η περόνη
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 851 (850-851)
    ἦ που τάλαινα, τήνδ᾽ ὅταν κλύῃ φάτιν, | ἥσει μέγαν κωκυτὸν ἐν πάσῃ πόλει.
    Που όταν η δύστυχη ακούσει αυτή την είδηση, | μεγάλον κοπετό σίγουρα θα σηκώσει σ᾽ όλη την πόλη.
    Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
  2. (ως κύριο όνομα) (Κωκυτός) ο ποταμός των θρήνων στον Άδη

Συγγενικά

[επεξεργασία]