κόβω τον βήχα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόβω τον βήχα, < → δείτε τις λέξεις κόβω και βήχας.

Έκφραση[επεξεργασία]

κόβω τον βήχα

  • περιορίζω τις απαιτήσεις, ή την έπαρση κάποιου ή κάποιων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]