κόβω τον βήχα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
κόβω τον βήχα
- περιορίζω τις απαιτήσεις, ή την έπαρση κάποιου ή κάποιων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κόβω τον βήχα
|