κόμμα εξουσίας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόμμα εξουσίας < → δείτε τις λέξεις κόμμα και εξουσία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

κόμμα εξουσίας θηλυκό

  • (πολιτική) το κόμμα το οποίο έχει αρκετά μεγάλη εκλογική δύναμη ώστε να κυβερνά τη χώρα ή να έχει την προοπτική της εξουσίας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]