λάχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λάχος < θέμα λαχ- (ἔ-λαχ-ον, αόριστος του λαγχάνω) + κατάληξη -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  



Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λάχος [], -εος/-ους ουδέτερο

  1. αυτό που έχει προοριστεί για κάποιον, ο κλήρος, η μοίρα
  2. μερίδιο που ορίζεται με κλήρο
    ※  τῶν αἰχμαλώτων χρημάτων λάχος μέγα
    απ' τα λάφυρα των αιχμαλώτων πλούσια μερίδα [έχω] [μιλά η Αθηνά]
    Αἰσύχλος, Εὐμενίδες, Επεισόδιο 3ο, στίχος 400 @greek&x8209;language.gr
  3. αξίωμα, το έργο που έχει οριστεί σε κάποιον να εκτελέσει

Πηγές[επεξεργασία]