λαθρομεταναστεύσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
λαθρομεταναστεύσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του λαθρομετανάστευση
- εναλλακτικά: λαθρομετανάστευσης