λασμαρίν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λασμαρίν < ιταλική rosmarino

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λασμαρίν ουδέτερο



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λασμαρίν < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λασμαρίν ουδέτερο

  • (φυτό, βότανο) δεντρολίβανο, ροσμαρί
    ※  16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 115, στ. 1 (1-6) @georgakas.lit.auth.gr
    Ἁποὺ νὰ δῆ τὸ λασμαρὶν καὶ νὰ μηδὲν τὸ πιάση
    ὅλην ἡμέραν στέκεται μὲ δίχα νὰ γελάση·
    κ’ ἐγὼ γιὰ τίτοιαν ἀφορμὴν ἐτάνυσά το ξένος
    κι ὅλον τὸν χρόνον ἔμεινα πάντα μου πληξημένος.
    Τὸ λασμαρὶν τοὺς ἄρωστους μυρίζοντα βουθᾶ τους
    γιανίσκει καὶ παρηγορᾶ καμπόσον καὶ βουθᾶ τους·
    Θέμις Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου (επιμ.), Ο πετραρχισμός στην Κύπρο. Ρίμες αγάπης: από χειρόγραφο του 16ου αιώνα με μεταφορά στην κοινή μας γλώσσα, Τυπογραφείο Γ. Τσιβεριώτη, Αθήνα 1976.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]