λασμαρίν
Εμφάνιση
Κυπριακά (el-cyp)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λασμαρίν < μεσαιωνική κυπριακή λασμαρίν < ιταλική rosmarino
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λασμαρίν ουδέτερο
- (φυτό, βότανο) δεντρολίβανο
- ※ Βασιλιτζιάν τζαι λασμαρίν τζι αθθόν του γλυκανίσσου
ο έρωτας τα μάζεψεν τζι έκαμεν το κορμίν σου.- Κ.Π. Χατζηιωάννου, Κυπριακά διαλεκτικά κείμενα, Αμμόχωστος 1961, ※ Κείμενα Κυπριακής Λογοτεχνίας τόμος Α', Υπουργείο Παιδείας Και Πολιτισμού, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου, Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων @archeia.moec.gov.cy.
- ΣτΕ: Ερωτικό δίστιχο, αντίστοιχο με τις κρητικές μαντινάδες και τα ερωτικά «εκατόλογα» ή «καταλόγια» των βυζαντινών ιπποτικών μυθιστορημάτων.
- ※ Βασιλιτζιάν τζαι λασμαρίν τζι αθθόν του γλυκανίσσου
Πηγές
[επεξεργασία]- σελ. 878 - Αθανάσιος Α. Σακελλάριος (1826-1901). Τα Κυπριακά, Τόμος Β΄
- λασμαρίν @polignosi Κυπριακή Διάλεκτος στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λασμαρίν (μεσαιωνικά κυπριακά) < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λασμαρίν ουδέτερο
- (φυτό, βότανο) δεντρολίβανο, ροσμαρί
- ※ 16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 115, στίχ. 1 (1-6) @dimodis.greeklanguage.gr
- Ἁποὺ νὰ δῆ τὸ λασμαρὶν καὶ νὰ μηδὲν τὸ πιάση
ὅλην ἡμέραν στέκεται μὲ δίχα νὰ γελάση·
κ’ ἐγὼ γιὰ τίτοιαν ἀφορμὴν ἐτάνυσά το ξένος
κι ὅλον τὸν χρόνον ἔμεινα πάντα μου πληξημένος.
Τὸ λασμαρὶν τοὺς ἄρωστους μυρίζοντα βουθᾶ τους
γιανίσκει καὶ παρηγορᾶ καμπόσον καὶ βουθᾶ τους·- Θέμις Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου (επιμ.), Ο πετραρχισμός στην Κύπρο. Ρίμες αγάπης: από χειρόγραφο του 16ου αιώνα με μεταφορά στην κοινή μας γλώσσα, Τυπογραφείο Γ. Τσιβεριώτη, Αθήνα 1976.
- Ἁποὺ νὰ δῆ τὸ λασμαρὶν καὶ νὰ μηδὲν τὸ πιάση
- ※ 16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 115, στίχ. 1 (1-6) @dimodis.greeklanguage.gr
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- στα νέα ελληνικά: αρισμαρί (ιδιωματικό)
Πηγές
[επεξεργασία]- Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)
- λασμαρίν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.113, Τόμος 9 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά κυπριακά (κυπριακά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (κυπριακά)
- Κυπριακά
- Ουσιαστικά (κυπριακά)
- Φυτά (κυπριακά)
- Βότανα (κυπριακά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (κυπριακά)
- Λήμματα με παραθέματα (κυπριακά)
- Λήμματα με παραθέματα από σχολικά βιβλία (κυπριακά)
- Μεσαιωνικά κυπριακά
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Φυτά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Βότανα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (μεσαιωνικά κυπριακά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά κυπριακά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)