λεπτῶς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεπτῶς < λεπτ(ός) + -ῶς

Επίρρημα[επεξεργασία]

λεπτῶς, συγκριτικός:λεπτοτέρως

  1. μικροσκοπικά, λεπτά, διακριτικά
  2. φτωχικά
    λεπτῶς ζῆν (Μένανδρος, Μονόστιχοι, 682)

Πηγές[επεξεργασία]