ληκέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ληκέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ληκέω / λακῶ
- (ελληνιστική κοινή) ηχώ κάνω κρότο
- ἐλάκησε μέσος ([Act.Ap.] Πράξεις Αποστόλων)
- λακῆσαι τὰς ψύλλας ποιήσεις ([Gp.] Geoponica)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ληκέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ληκέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.