ἀποληκέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀποληκέω < ἀπο- + ληκέω (χτυπώ)

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀποληκέω (συνηρημένο: ἀποληκῶ)

  • δημιουργώ ήχο χρησιμοποιώντας τα δάκτυλα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]