λιγέως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιγέως < λιγύς
Επίρρημα[επεξεργασία]
λιγέως
- με καθαρή και δυνατή φωνή
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 16 (π. Ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως ὑπὸ Τηλεμάχου.), στίχ. 216 (215-218)
- ἀμφοτέροισι δὲ τοῖσιν ὑφ᾽ ἵμερος ὦρτο γόοιο· | κλαῖον δὲ λιγέως, ἁδινώτερον ἤ τ᾽ οἰωνοί, | φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες, οἷσί τε τέκνα | ἀγρόται ἐξείλοντο πάρος πετεηνὰ γενέσθαι·
- Τότε τους συνεπήρε και τους δυο του θρήνου ο ίμερος· | σπαραχτικά θρηνούσαν, πιο δυνατά κι από πουλιά, | σαν αετοί, γύπες γαμψώνυχοι, που τα μικρά τους | κυνηγοί τούς άρπαξαν, προτού ξεπεταρίσουν·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀμφοτέροισι δὲ τοῖσιν ὑφ᾽ ἵμερος ὦρτο γόοιο· | κλαῖον δὲ λιγέως, ἁδινώτερον ἤ τ᾽ οἰωνοί, | φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες, οἷσί τε τέκνα | ἀγρόται ἐξείλοντο πάρος πετεηνὰ γενέσθαι·
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 233 (231-233)
- ἐπὶ δὲ χλωροῦ ἀδάμαντος | βαινουσέων ἰάχεσκε σάκος μεγάλῳ ὀρυμαγδῷ | ὀξέα καὶ λιγέως·
- Κι όπως επάνω στο χλωρό αδάμαντα | πατούσανε, ηχούσε η ασπίδα με μεγάλο ορυμαγδό, | διαπεραστικά και έντονα.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἐπὶ δὲ χλωροῦ ἀδάμαντος | βαινουσέων ἰάχεσκε σάκος μεγάλῳ ὀρυμαγδῷ | ὀξέα καὶ λιγέως·
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 16 (π. Ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως ὑπὸ Τηλεμάχου.), στίχ. 216 (215-218)
- (για ανέμους) φυσώντας δυνατά
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 218 (217-218)
- παννύχιοι δ᾽ ἄρα τοί γε πυρῆς ἄμυδις φλόγ᾽ ἔβαλλον, | φυσῶντες λιγέως·
- Και ολονυκτίς απ᾽ την πυράν, και οι δυο φυσομανώντας | τες φλόγες σήκωναν ψηλά·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- παννύχιοι δ᾽ ἄρα τοί γε πυρῆς ἄμυδις φλόγ᾽ ἔβαλλον, | φυσῶντες λιγέως·
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 218 (217-218)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη λιγύς
Πηγές[επεξεργασία]
- λιγέως - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λιγέως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Αρχαία ελληνικά
- Επιρρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ησίοδο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)