λιτρομέτρησης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]λιτρομέτρησης θηλυκό
- γενική ενικού του λιτρομέτρηση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- λιτρομετρήσεως (λόγιο)