λογοκλέπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λογοκλέπτω < λόγος + κλέπτω

Ρήμα[επεξεργασία]

λογοκλέπτω

  • χρησιμοποιώ ή παρουσιάζω κείμενο άλλου ως δικό μου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]