λογοκλέπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]λογοκλέπτω
- χρησιμοποιώ ή παρουσιάζω κείμενο άλλου ως δικό μου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λογοκλέπτω