λούγκρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λούγκρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λούγκρα θηλυκό

  1. (αργκό) πολύ κακιά στα καλιαρντά
  2. (αργκό) ο ομοφυλόφιλος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]