λούπης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λούπης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λούπης αρσενικό
- (διαλεκτικό της Αχαΐας) (λαϊκότροπο) βρώμικος - ακοινώνητος
Αναφορές[επεξεργασία]
- Χρήστου Θ. Κανελλάκη, Το Μοίραλι από το 1461 έως σήμερα, εκδόσεις Περί Τεχνών, Πάτρα 2010, ISBN 978-960-6684-64-7, σελίδα 430