λωβάομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λωβάομαι < λώβη ή αντιστρόφως λώβη < λωβάομαι
Ενεστώτας | λωβάομαι - λωβῶμαι |
---|---|
Παρατατικός | ἐλωβώμην |
Μέλλοντας | λωβήσομαι και λωβηθήσομαι |
Αόριστος | ἐλωβησάμην και ἐλωβήθην |
Παρακείμενος | λελώβημαι |
Υπερσυντέλικος | - |
Ρήμα[επεξεργασία]
λωβάομαι
- κακοποιώ, τραυματίζω, ακρωτηριάζω, σπέρνω τον όλεθρο