λωβάομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λωβάομαι < λώβη ή αντιστρόφως λώβη < λωβάομαι
Αρχικοί Χρόνοι
Ενεστώτας λωβάομαι - λωβῶμαι
Παρατατικός ἐλωβώμην
Μέλλοντας λωβήσομαι και λωβηθήσομαι
Αόριστος ἐλωβησάμην και ἐλωβήθην
Παρακείμενος λελώβημαι
Υπερσυντέλικος -

Ρήμα[επεξεργασία]

λωβάομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • λωβητήρ τοῦ λωβητῆρος και λωβήτωρ (τοῦ λωβήτορος) και σπανιότερα λωβητής (τοῦ λωβητοῦ)
  • λωβητός,ή,όν
  • λώβη