λώβη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λώβη < λωβάομαι ή το αντίστροφο, δηλ. το λωβάομαι από τη λώβη < πιθανόν από πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα κοινή και στα λατινικά labor και labes (πτώση, γλίστρημα, ολίσθημα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λώβη

  • στα βυζαντινιά χρόνια σήμαινε τη λέπρα και λωβός λεγόταν ο λεπρός


Συγγενικά[επεξεργασία]