λεπρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεπρός η λεπρή το λεπρό
      γενική του λεπρού της λεπρής του λεπρού
    αιτιατική τον λεπρό τη λεπρή το λεπρό
     κλητική λεπρέ λεπρή λεπρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεπροί οι λεπρές τα λεπρά
      γενική των λεπρών των λεπρών των λεπρών
    αιτιατική τους λεπρούς τις λεπρές τα λεπρά
     κλητική λεπροί λεπρές λεπρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεπρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λεπρός < λέπω (ξεφλουδίζω)

Επίθετο[επεξεργασία]

λεπρός, -ή, -ό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεπρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λεπρός < λέπω (ξεφλουδίζω)

Επίθετο[επεξεργασία]

λεπρός, -ή, -ό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεπρός < λέπ(ω) (ξεφλουδίζω) + -ρός

Επίθετο[επεξεργασία]

λεπρός, -ά, -όν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]