μαγνητοσκοπήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μαγνητοσκοπήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του μαγνητοσκόπηση
- εναλλακτικά: μαγνητοσκόπησης
μαγνητοσκοπήσεως θηλυκό